καρίνα

καρίνα
η
(λ. λατ.), η τρόπιδα των πλοίων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρίνα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,5 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,5. Διεθνώς ονομάζεται Carina 491. * * * και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • ακαρίνωτος — η, ο [καρίνα] 1. αυτός που δεν έχει καρίνα (για καΐκι) 2. ο αστάχωτος, αβιβλιοδέτητος (για βιβλίο) …   Dictionary of Greek

  • εϋστείρη — ἐϋστείρη, ἡ (Α) (για πλοίο) με ωραία καρίνα («ἐϋστείρης... νηός», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στείρα «καρίνα»] …   Dictionary of Greek

  • εύτροπις — εὔτροπις, ἡ (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει καλή τρόπιδα, καλή καρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρόπις, ιδος «καρίνα»] …   Dictionary of Greek

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

  • ντράγκον — Λέμβος μονότυπος για ιστιοπλοϊκούς αγώνες, διεθνούς και ολυμπιακής κλάσης· είναι σκάφος σφαιροειδές, ξύλινο με την καρίνα σε καρφωτή παρέκταση. Χαρακτηριστικά του ν. είναι: μήκος, εκτός επιφανείας, 8,90 μ.· πλάτος 1,97 μ.· βάρος, με πλήρη… …   Dictionary of Greek

  • τροπιδείον — τὸ, Α 1. τρόπιδα, καρίνα 2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» τοποθετώ την τρόπιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα εῖον (πρβλ. φορ εῖον)] …   Dictionary of Greek

  • υποτρόπιο — το / ὑποτρόπιος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υποτρόπιο πρόσθετη ξύλινη ή μεταλλική τρόπιδα, προσαρμοσμένη στην τρόπιδα τού πλοίου, κν. κόντρα καρίνα αρχ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την τρόπιδα τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”